πολεμήϊος

πολεμήϊος
πολεμ-ήϊος, α, ον, [dialect] Ep., [dialect] Ion., and Lyr. Adj.
A warlike, freq. in Hom. (esp. in Il.),

πολεμήϊα ἔργα Il.2.338

, al.;

π. τεύχεα 7.193

, Hes.Sc.238; πολεμήϊα, = πολέμια, v.l. in Hdt.5.111; π. ἀοιδά war-note, of the trumpet, B.17.4.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολεμήιος — warlike masc/fem nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμήϊος — ΐα, ον, Α 1. πολεμικός («πόλεμήϊα τεύχεα», Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πολεμήϊα η τέχνη τού πολέμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + κατάλ. ήϊος, πιθ. κατ επίδραση τού Ἀρήϊος] …   Dictionary of Greek

  • πολεμήιον — πολεμήιος warlike masc/fem acc sg (epic ionic) πολεμήιος warlike neut nom/voc/acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμηίοις — πολεμήιος warlike masc/fem/neut dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμηίων — πολεμήιος warlike masc/fem/neut gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμήια — πολεμήιος warlike neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”